sacristy$71602$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

sacristy$71602$ - translation to ελληνικό

BUILDING IN BOROUGH 1 OF FLORENCE, ITALY
Sagresta Vecchia; Old Sacristy; Saint Luke Tondo

sacristy      
n. ιεροφυλάκιο, σκευοφυλάκιο

Ορισμός

sacristy
['sakr?sti]
¦ noun (plural sacristies) a room in a church where a priest prepares for a service, and where vestments and other things used in worship are kept.
Origin
ME: from Fr. sacristie, from med. L. sacristia, based on L. sacer, sacr- 'sacred'.

Βικιπαίδεια

Sagrestia Vecchia

The Sagrestia Vecchia di San Lorenzo, or Old Sacristy of San Lorenzo, is the older of two sacristies of the Basilica of San Lorenzo in Florence, Italy. It is one of the most important monuments of the early Italian Renaissance architecture. Designed by Filippo Brunelleschi and paid for by the Medici family, who also used it for their tombs, it set the tone for the development of a new style of architecture that was built around proportion, the unity of elements, and the use of the classical orders. The space came to be called the "Old Sacristy" after a new one was begun in 1510 on the other side of S. Lorenzo's transept.